- προσοφλισκάνω
- Α1. χρωστώ επί πλέον, οφείλω κάτι ακόμη («πεντακοσίας δραχμάς... ἃς προσῶφλεν», Δημοσθ.)2. έχω ένα χρέος, χρωστώ3. (ως νομ. όρος) χάνω μια δίκη και καταδικάζομαι επί πλέον στην καταβολή προστίμου («εἰς τὸ δεσμωτήριον παραδοθῆναι ὑφ' ὑμῶν προσοφλάντας τὰ ἐπιτίμια», Δημοσθ.)4. επισύρω μια επί πλέον μομφή, κατηγορία εναντίον μου («προσοφλεῑν αἰσχύνην», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὀφλισκάνω «χρωστώ»].
Dictionary of Greek. 2013.